χειραφέτηση

χειραφέτηση
η, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χειραφετώ
2. απελευθέρωση από την εξουσία κάποιου (α. «η χειραφέτηση τής γυναίκας στην εποχή μας» β. «η χειραφέτηση τών λαών τού τρίτου κόσμου»)
3. τερματισμός τής πατρικής εξουσίας ή κηδεμονίας στον ανήλικο, χειραφεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειραφετώ. Η λ., στον λόγιο τ. χειραφέτησις, μαρτυρείται από το 1876 στον Ιγνάτιο Μοσχάκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χειραφέτηση — η η πράξη και το αποτέλεσμα του χειραφετώ, η απελευθέρωση κάποιου από την εξουσία άλλου: Σήμερα η χειραφέτηση της γυναίκας είναι γεγονός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φεμινισμός — Ιδεολογικό κίνημα, που διεκδικεί την εξίσωση της γυναίκας με τον άντρα σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής. Φαινόμενο τυπικό των νεότερων χρόνων, εμφανίζεται ως θεωρία με τη Γαλλική επανάσταση. Έως τότε, το ζήτημα της θέσης της γυναίκας σε σχέση… …   Dictionary of Greek

  • αντιαποικιοκρατία — Θεωρητική θέση που είναι αντίθετη σε κάθε μορφή αποικιακής εκμετάλλευσης. Οι πρώτες εκδηλώσεις της συμπίπτουν με τις πρώτες υπερπόντιες κατακτήσεις. Η πολιτική της α. συνίσταται στην αρχή της πλήρους αυτοκυβέρνησης και στην καταγγελία της… …   Dictionary of Greek

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

  • επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • Γουέλινγκτον, Άρθουρ Γουέλσλεϊ, δούκας του- — (Arthur Wellesley, Duke of Wellington, Δουβλίνο 1769 – Γουόλμερ Κασλ 1852). Άγγλος στρατιωτικός και πολιτικός. Σπούδασε στο Ίτον, πολέμησε ως αξιωματικός του πεζικού εναντίον των Γάλλων στην Ολλανδία το 1793 και ύστερα στάλθηκε στην Ινδία, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Nikos E. Politis — For other uses, see Politis. For other uses, see Nikos Politis. Nikos E. Politis Νίκος Ε. Πολίτης Born Patras, Greece Died 2005 …   Wikipedia

  • αγροτισμός — ο 1. πολιτικό κίνημα που στηρίζεται στην αρχή ότι οι αγρότες αποτελούν βασική κοινωνική τάξη. Το κίνημα αυτό επιδιώκει τη χειραφέτηση τών αγροτών, ώστε να αποτελέσουν θεμελιώδη παράγοντα τής πολιτικής ζωής μιας χώρα 2. ο όρος μπορεί να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”